ξυλένιος
Смотреть что такое "ξυλένιος" в других словарях:
ξυλένιος — ια, ιο 1. ξύλινος 2. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός, λεπτός και άχαρος σαν ξύλο … Dictionary of Greek
ξυλένιος, -ια, -ιο — 1. ξύλινος. 2. μτφ., άνθρωπος ψηλός, λιγνός και άχαρος στις κινήσεις του: Α, τον ξυλένιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξύλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο, ο ξυλένιος: Τα πατώματα είναι ξύλινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)