ξυλένιος

ξυλένιος
α, ο см. ξύλινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλένιος" в других словарях:

  • ξυλένιος — ια, ιο 1. ξύλινος 2. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός, λεπτός και άχαρος σαν ξύλο …   Dictionary of Greek

  • ξυλένιος, -ια, -ιο — 1. ξύλινος. 2. μτφ., άνθρωπος ψηλός, λιγνός και άχαρος στις κινήσεις του: Α, τον ξυλένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξύλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο, ο ξυλένιος: Τα πατώματα είναι ξύλινα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»